χώρησιν

χώρησιν
χώρησις
a going
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χώρῃσιν — χώρα space fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριχώδης — ες / τριχώδης, ῶδες, ΝΑ [θρίξ, τριχός] όμοιος με τρίχα, τριχοειδής νεοελλ. γεμάτος τρίχες, τριχωτός αρχ. 1. αναμεμιγμένος με τρίχες 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) (τὰ) τριχώδη (κατά τον Ησύχ.) «ὄργανα πολιορκητικὰ πρὸς χώρησιν [ή πιθανώς ὀχύρωσιν]… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”